δειπνοθήρας

Revision as of 22:03, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, = δειπνολόχος, Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, Gastmahljäger, Schmarotzer, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοθήρας: -ου, ὁ, = δειπνολόχος, ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, παράσιτος, Φίλων 1. 665.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cazador de cenas, parásito ἀντ' ἐλευθέρου δοῦλος ὁ δ. Ph.1.665.

Greek Monolingual

ο (AM δειπνοθήρας)
αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, έστω και απρόσκλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -θηρας < θήρα «κυνήγι»].