διέπραθον

Revision as of 22:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

διεπρᾰθ-όμην, v. διαπέρθω.

Greek (Liddell-Scott)

διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.

French (Bailly abrégé)

v. διαπέρθω.

English (Autenrieth)

see διαπέρθω.

Spanish (DGE)

v. διαπέρθω.

Greek Monotonic

διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.

Russian (Dvoretsky)

διέπρᾰθον: Hom. aor. 2 к διαπέρθω.