διεμφύομαι
English (LSJ)
breed in, τερηδόνων, ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι Procl.ad Hes.Op.412.
German (Pape)
[Seite 619] darin entstehen, Procl. ad Hes. O. 412. διενειλέω, ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1. διενείργω, ganz einschließen, Galen.
Spanish (DGE)
criarse, producirse τερηδόνων, ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι σηπομένης τῆς ἐν αὐτοῖς ὑγρότητος Plu.Fr.61.