διγόνατος
English (LSJ)
ον, with two joints, κλωνία Dsc.4.189.
German (Pape)
[Seite 615] mit zwei Knoten, Gelenken.
Spanish (DGE)
-ον con dos junturas κλωνία Dsc.4.189.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.