διϊστάνω

Revision as of 22:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= διΐστημι, Phld.Mort.27; τὴν φιλίαν D.S.19.46; τὸ πλῆθος App.Hisp.36:—also διϊστάω, D.T.642.31, Lyd.Mag.3.54.

Spanish (DGE)

1 tr. separar, distender ν[όσου] ... π[υ] κ[νούσ] ης ἀσυμμέτρως τὰ μ[έλη τ] ῶν ζῴ[ων] ἢ διϊστανούσης aunque la enfermedad comprima o separe de modo asimétrico los cuerpos de los seres vivos Phld.Mort.8.10
romper, quebrar τὴν φιλίαν D.S.19.46.
2 intr. apartarse, separarse προσέταξε τοῖς ὑπηρέταις διαστῆσαι τὸ πλῆθος· οἱ μὲν δὴ διίστανον App.Hisp.36, en v. med. mismo sent. τὰ μέρη τοῦ λόγου ... οὐκ ἐκ συνθέσεως διιστανόμενα A.D.Synt.311.20.

Russian (Dvoretsky)

διϊστάνω: Diod. только praes. = διΐστημι.