δρεπανοποιός
English (LSJ)
ὁ, sickle-maker, Gloss.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de hoces, Gloss.2.70.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει δρεπάνια.
ὁ, sickle-maker, Gloss.
-οῦ, ὁ fabricante de hoces, Gloss.2.70.
ο
αυτός που κατασκευάζει δρεπάνια.