δυσεκπόνητος
English (LSJ)
ον, τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους hard to endure, Phld.Herc.1251.12 (dub. rest.).
Spanish (DGE)
-ον difícil de soportar πόνοι Phld.Elect.12.8.
ον, τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους hard to endure, Phld.Herc.1251.12 (dub. rest.).
-ον difícil de soportar πόνοι Phld.Elect.12.8.