δυσυπομόνητος
English (LSJ)
ον, hard to abide, Ph.2.287,432, Sor.1.80.
German (Pape)
[Seite 689] schwer auszuhalten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δυσυπομόνητος: -ον, δυσκόλως ὑπομενόμενος, ἐπιτάγματα, ἀλγηδόνες Φίλων 2. 287, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
insoportable ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes Hom.18.6 in Ier.(p.160), cf. Comm.in Mt.13.22, glos. a δύσφορος Sch.Pi.N.1.85b, glos. a δύσοιστος Sch.A.Pr.690D.
Greek Monolingual
δυσυπομόνητος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να τον υπομείνει κανείς.