δόμησις
English (LSJ)
εως, ἡ, = δομή 1, J.BJ1.21.6, al.
German (Pape)
[Seite 656] ἡ, das Bauen, der Bau, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δόμησις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Ἰώσηπ. Ἰουδ. Π. 1. 21, 6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 abstr. construcción, edificación τῶν στοῶν I.BI 2.405, τῆς πόλεως D.C.Epit.7.3, τὰ πρὸς τὴν δόμησιν ἐργαλεῖα I.BI 3.78, cf. 5.69.
2 concr. construcción, estructura τό τε μεγέθος τῆς δομήσεως I.AI 15.399, cf. BI 1.411, 5.240, ὁ εὐκτήριος οἶκος ... οὔπω μὲν τὸ τέλειον τῆς δομήσεως ἔχων Gr.Nyss.Ep.20.8.