θυννοσκοπεῖον

Revision as of 00:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, look-out to watch for shoals of tunnies, Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 1225] τό, Ort, wo man dem Thunfische auflauert, Strab. V, 223.

Greek (Liddell-Scott)

θυννοσκοπεῖον: τό, τόπος ὑψηλὸς ἐξ οὗ παραμονεύουσι τοὺς θύννους, Στράβ. 223.

Greek Monolingual

θυννοσκοπεῖον, τὸ (Α) θυννοσκόπος
ψηλός τόπος απ' όπου παραμόνευαν τους τον(ν)ους.