θυννάζω

Revision as of 00:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

spear a tunny-fish, strike with a harpoon, metaph., ἐς τοὺς θυλάκους Ar.V.1087.

German (Pape)

[Seite 1225] den Thunfisch mit dem Dreizack stechen; übertr., εἴς τι, Ar. Vesp. 1087, Schol. κεντοῦντες ὡς θύννους τοῖς τριόδουσι.

Greek (Liddell-Scott)

θυννάζω: κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, κεντρίζω, θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087.

French (Bailly abrégé)

lancer le harpon contre un thon ; fig. εἴς τι contre qch.
Étymologie: θύννος.

Greek Monolingual

θυννάζω (Α) θύννος
1. χτυπώ τόνο με καμάκι, καμακώνω
2. μτφ. κεντρίζω, κεντώ.

Greek Monotonic

θυννάζω: (θύννος), μέλ. -σω, χτυπώ με καμάκι, καμακώνω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θυννάζω: прокалывать (ловить) тунцов острогой: θ. ἐς τοὺς θυλάκους Arph. досл. пронзать шальвары (бегущих противников), перен. преследовать по пятам.

Middle Liddell

θυννάζω, fut. -σω θύννος
to spear a tunny-fish, Ar.