διαμείβω
English (LSJ)
A exchange, τι πρός τι one thing with another, Pl.Plt.289e; τὰς οἰκίας J.BJ1.6.1:—Med., τισὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον Sol.15.2; τινί τι ἀντί τινος Pl.Lg.915e; τὰ ἱμάτια πρός τινα Plu.Cim.10; διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης change Asia for Europe, i.e. pass into Asia, E.IT397 (lyr.); δ. μεταβολήν Dam.Pr.392; δ. τὴν φύσιν πρός τι ib. 396. 2 δ. ὁδόν finish a journey, A.Th.334(lyr.):—Med., δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος Id.Pr.287 (anap.); but in Med. also, pass through, πολλὰ φῦλα Id.Supp.543 (lyr.); πόντου πεδίον Id.Fr.150 (lyr.). b cross, traverse, ὄρη Procop.Goth.3.40. 3 change, χρόα Parm.8.41 (tm.):—abs. in Med., alter, Hdt.9.108. 4 Med., ἀγορὰς διαποντίους δ. trade in foreign markets, D.H.5.66. 5 Med., requite, D.C.56.6.