κατάσεισις

Revision as of 00:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, shaking, Hp.Art.43; τῆς κεφαλῆς Gal.10.1019.

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, das Erschüttern, Durchschütteln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσεισις: -εως, ἡ, τὸ κατασείειν, βίαιον σείσιμον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· κ. τειχῶν Κ. Πορφύρ.

Greek Monolingual

κατάσεισις, ἡ (Α) κατασείω
βίαιη κίνησηκατάσεισις τῆς κεφαλῆς», Γαλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάσεισις -εως, ἡ [κατασείω] het schudden, schok.