κλείδωμα

Revision as of 01:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, fastening, Suid.s.v. κλείθροις:—also κλείδ-ωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Av.1159.

German (Pape)

[Seite 1447] τό, das Schloß, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλείδωμα: τό, Σουΐδ. κλείδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., ὡς καὶ νῦν τὸ κλειδώνειν.

Greek Monolingual

το (Α κλείδωμα) κλειδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί.