κολεκάνος

Revision as of 02:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

or κολοκάνος, ὁ, lank, lean person, dub. in Stratt.64.

German (Pape)

[Seite 1472] oder κολοκάνος, ὁ, ein langer, hagerer Mensch, Strattis bei Hesych.; Mein. vermuthet κολοκάνναβος.

Greek (Liddell-Scott)

κολεκάνος: ἢ κολοκάνος, ὁ, εὐμήκης καὶ ἰσχνὸς ἄνθρωπος, Ἡσύχ.· ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 789.

Greek Monolingual

κολεκάνος και κολοκάνος, ὁ (Α)
(για πρόσ.) ψηλός και αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].