κρεουργία

Revision as of 02:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.

Greek Monolingual

η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.

Greek Monotonic

κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργία:разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.

Middle Liddell

κρεουργία, ἡ,
a cutting up, butchering. [from κρεουργός