διαμίγνυμι
English (LSJ)
or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω,
A to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.
or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω,
A to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.