λεπτοσύνθετος
English (LSJ)
ον, of fine texture, καλύμματα Antiph.52.10.
German (Pape)
[Seite 31] fein zusammengesetzt, καλύμματα Antiphan. bei Ath. X, 449 c.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοσύνθετος: -ον, ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτὴν κατασκευήν, καλύμματα Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 10.
Greek Monolingual
λεπτοσύνθετος, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή συντεθειμένος με λεπτότητα, λεπτοκατασκευασμένος.