κυλικηγόρος

Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, one who talks over his cups, Eust.1632.18.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκηγόρος: -ον, ὁ ἀγορεύων ἐπὶ τῇ κύλικι, ὁ κυλικηγορῶν, Εὐστ. 1632. 18.

Greek Monolingual

κυλικηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά ή συζητά για κάτι πίνοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ηγόρος (< ἀγορά). Το -η- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].