λιποστρατιώτης

Revision as of 03:13, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, deserter, dub. l. in App.Pun.115.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στρατόν, λιποποτάκτης, «τοῦ νόμου λιποστρατιώτην ἐν τοῖς πολέμοις ἡγουμένου τὸν ἀποχωροῦντα πορρωτέρω σάλπιγγος ἀκοῆς» Ἀππ. Καρχηδ. 195· ἴδε λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιποστρατιώτης, ὁ (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον στρατό, λιποτάκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + στρατιώτης.