λιμενουργία

Revision as of 03:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, harbour-making, Tz.H.11.621.

German (Pape)

[Seite 47] ἡ, der Hafenbau, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενουργία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λιμένων, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 621.

Greek Monolingual

λιμενουργία, ἡ (Μ)
η λιμενοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον)].