μετροσύνθετος
English (LSJ)
ον, composed in metre, Tz.H.7.650.
German (Pape)
Greek Monolingual
μετροσύνθετος, -ον (Μ)
αυτός που έχει συντεθεί εμμέτρως («μετροσύνθετος γραφή», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + σύνθετος.
ον, composed in metre, Tz.H.7.650.
μετροσύνθετος, -ον (Μ)
αυτός που έχει συντεθεί εμμέτρως («μετροσύνθετος γραφή», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + σύνθετος.