μετοικιστέον
English (LSJ)
one must transfer, Id.2.746c.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετοικίζω, δεῖ μετοικίζειν, Πλούτ. 2. 746C.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de μετοικίζω.
one must transfer, Id.2.746c.
μετοικιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετοικίζω, δεῖ μετοικίζειν, Πλούτ. 2. 746C.
adj. verb. de μετοικίζω.