μόσχινος
English (LSJ)
η, ον, of calf-skin, POxy.1923.25 (v/vi A. D.).
Greek Monolingual
μόσχινος, -η, -ον (Α) μόσχος (Ι)]
κατασκευασμένος από δέρμα μόσχου.
η, ον, of calf-skin, POxy.1923.25 (v/vi A. D.).
μόσχινος, -η, -ον (Α) μόσχος (Ι)]
κατασκευασμένος από δέρμα μόσχου.