νεκροθάπτης
English (LSJ)
ου, ὁ, grave-digger, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.117, Sch.Ar.Nu.844, Gloss.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, Todtengräber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροθάπτης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς νεκροὺς θάπτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 844, Βυζ.