νεοκέντητος
English (LSJ)
ον, newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκέντητος: -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19.
Greek Monolingual
νεοκέντητος, -ον (Α)
1. (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα
2. αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα.