γουνός

Revision as of 10:48, 7 January 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")

English (LSJ)

ὁ,

   A high ground, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς Il.18.57; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, etc.; ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων 11.323; τῆς Ἀττικῆς . . τὸν γ. τὸν Σουνιακόν Hdt.4.99: pl., γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα Hes.Th.54; γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης ib.329; ἐν γουνοῖς Ἀθανᾶν Pi.I.4(3).25. (Expld. as τόπος γονιμώτατος by Sch.Il. l.c., but better as ὑψηλὸς τόπος (cf. γόνυ) Orion 38, EM239.5.)