ξεστιαῖος

Revision as of 05:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

α, ον, of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.

Greek Monolingual

ξεστιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].