ἐκλικμάω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 767] ausworfeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλικμάω: «λιχνίζω», Λατ. evannare, μεταφ. ἐκκενῶ, ἐρημώνω, Ἑβδ. (Ἰουδίθ. Β΄, 27).
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγλ- SB 13092.16 (II a.C.)
1 aventar, cribar cereales SB l.c.
•llevarse por los aires ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς LXX Sap.5.23, en v. pas. οἱ ... βάρβαροι ... ὑπὸ τοῦ κλύδωνος ἀναρριπτούμενοι ἐξελιμῶντο Socr.HE 6.6.33.
2 fig. devastar τὰ πεδία LXX Iu.2.27, en v. pas. Euagr.Schol.HE 1.7
•eliminar τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τῆς γῆς 1Apoc.15.