κικλήσκω
English (LSJ)
poet. redupl. form of καλέω, used only in pres. and impf.,
A call, summon, Il.11.606, 17.532, Od.22.397; κλήδην εἰς ἀγορὴν κ. Il.9.11:—Med., ἄμυδις κικλήσκετο πάντας ἀρίστους 10.300. 2 invite, 2.404. 3 invoke, implore, 9.569, A.Supp.212, 217, Eu.508 (lyr.), S.OT209 (lyr.), E.Tr.470, etc. II accost, address, ψυχὴν Πατροκλῆος Il.23.221. III call by name, τὴν . . ἄνδρες Βατίειαν κ. 2.813, cf. 14.291; τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κ. 7.139, cf. Pi.P. 4.119, Fr.87.4, A.Ag.712 (lyr.), E.El.118 (lyr.); οὔνομα Θεσμοφάνην με . . κίκλησκον IG3.1337:—Pass., νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται there is an island called Συρίη, Od.15.403; ἀφ' οὗ δὴ Ῥήγιον κικλήσκεται A.Fr. 402; πατρὸς Στρυμόνος κικλήσκεται E.Rh.279, 652.—Also in late Ion. Prose, Aret.SA2.6, SD1.6 (Pass.), al.; cf. κληΐσκω.