ἐπισυγκρούω
English (LSJ)
meet with a check or reverse, D.C.Fr.50.2.
German (Pape)
[Seite 986] mit Etwas zusammenstoßen, D. Cass. frg. Vatic. p. 185.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυγκρούω: συγκρούω, Δίων Κ Ἐκλογ. Βατ. σ. 185.
Greek Monolingual
ἐπισυγκρούω (Α)
συγκρούω.