ἐρευνητέον
English (LSJ)
one must inquire, ποῖα.. X.Smp.8.39; εἰ.. Ph.2.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευνητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐρευνάω, δεῖ ἐρευνᾶν, Ξεν. Συμπ. 8. 39.
Greek Monotonic
ἐρευνητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να ερευνήσουμε, σε Ξεν.
one must inquire, ποῖα.. X.Smp.8.39; εἰ.. Ph.2.27.
ἐρευνητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐρευνάω, δεῖ ἐρευνᾶν, Ξεν. Συμπ. 8. 39.
ἐρευνητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να ερευνήσουμε, σε Ξεν.