ἑλκτός
English (LSJ)
ή, όν, that can be drawn, tensile, Arist.GA743b5, Mete.385a16.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ἑλκυσθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 25.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
elástico, dúctil τὸ δὲ νεῦρον ξηρὸν καὶ ἑλκτόν Arist.GA 743b5, cf. Mete.386b14, 387a11, διαλέγεται ... περὶ ἑλκτοῦ καὶ ἀνέλκτου Olymp.in Mete.327.7.
Greek Monolingual
ἑλκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μπορεί να ελκυσθεί.