ξυλοειδής
English (LSJ)
ές,
A like wood, λόφος τὸ χρῶμα ξ. Clytus I ; dry, Androm. ap. Gal.14.42 ; cf. ξυλώδης. II wooden, θυρίδες PSI5.547.15, al. (iii B. C.).
ές,
A like wood, λόφος τὸ χρῶμα ξ. Clytus I ; dry, Androm. ap. Gal.14.42 ; cf. ξυλώδης. II wooden, θυρίδες PSI5.547.15, al. (iii B. C.).