αἰσχροπρόσωπος
English (LSJ)
ον, of hideous countenance, Suid. s.v. Φιλοκλῆς.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπρόσωπος: -ον, = ἔχων δυσειδὲς πρόσωπον, Σουΐδ, ἐν λ. Φιλοκλῆς.
Spanish (DGE)
-ον feo de rostro Sud.s.u. Φιλοκλῆς.
Greek Monolingual
αἰσχροπρόσωπος, -ον (Α)
κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + πρόσωπον.