εὐμαρέω
English (LSJ)
have abundance, πάντων B.1.65.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμαρέω: εὐπορῶ, τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῖν οὐδὲν γλυκὺ θνατοῖσιν Βακχυλ. 1. 36 (σελ. 29, ἔκδ. Blass).
have abundance, πάντων B.1.65.
εὐμαρέω: εὐπορῶ, τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῖν οὐδὲν γλυκὺ θνατοῖσιν Βακχυλ. 1. 36 (σελ. 29, ἔκδ. Blass).