οἰσόκαρπον
English (LSJ)
τό, the fruit of the οἶσος, Sch.Il.11.105, Eust.834.35.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσόκαρπον: τό, ὁ καρπὸς τοῦ οἴσου, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Λ. 105, Εὐστ. 834. 35.
Greek Monolingual
οἰσόκαρπον, τὸ (ΑΜ)- ο καρπός του φυτού οίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + καρπός (πρβλ. μηλό-καρπον)].