σιωπάω
English (LSJ)
inf.
A σιωπᾶν Il.2.280: fut. -ήσομαι in early writers, S.OT233, Ar.Pax309, Av.225, Lys.364, Pl.Phdr.234a, etc.; later -ήσω Aeschin.Ep.10.1, D.H.11.6, Plu.2.240e, etc. (cf. σιγάω): aor. (ἐ) σιώπησα Il.23.568, etc.: pf. σεσιώπηκα Ar.V.944, D.6.34:—Med. and Pass., v. infr.: Dor. σωπάω (q.v.):—keep silence, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, cf. 23.568, Od.17.513, Hdt.7.10, etc.; Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Plu.2.346f; φησὶν σιωπῶν his silence is an admission, E.Or.1592, cf. IA1245; πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι D.19.33; σ. τινί keep silence for or at the behest of . ., Ar.Ra.1134, Lys.530; σ. πρός τινα Pl.Phdr. 234a; πρὸς τοῦτο X.Cyr.5.5.20; ὑπέρ τινος E.Fr.796; imper. σιώπα hush! be still! S.Fr.81, Ar.Lys.529, etc. 2 of bees, to be still, opp. βομβέω, Arist.HA627a24. II trans., keep secret, speak not of, τὰ δίκαια E.Fr.1037, cf. Ar.Th.27, X.Smp.6.10, etc.; σ. ὅτι . . PMasp.295.21 (v A.D.):—Pass., ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων D.Prooem.21, cf. Isoc.1.22, etc.; τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; E. Ion432; σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶσαι Antipho 1.13; οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin.3.155; ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν D. 19.42; ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια D.H.1.76. III Med., silence, σιωπησάμενος τὰ πλήθη Plb.18.46.4.