ταχύπομπος

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, quick-sailing, διωγμοί A.Supp.1046 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] schnell schickend, geleitend, Aesch. Suppl. 1031.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπομπος: -ον, ὁ ταχέως πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῖς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πομπός (πρβλ. ναυσί-πομπος)].

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπομπος: (ῠ) быстро следующий, т. е. стремительный, быстрый (διωγμοί Aesch.).