τετρίγει

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, v. τρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,

English (Autenrieth)

see τρίζω.

Greek Monotonic

τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.

Russian (Dvoretsky)

τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.