τιγροειδής

Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, like a tiger, tiger-striped, ἵπποι D.C.75.14.

German (Pape)

[Seite 1109] ές, tigerartig, bes. fleckig wie ein Tiger, D. Cass. 75, 14.

Greek (Liddell-Scott)

τιγροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τίγριν, ἔχων στίγματα ὡς τίγρις, ἵπποι Δίων Κ. 75. 14.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τίγρη και, ιδίως, αυτός που έχει ραβδωτό δέρμα σαν της τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + -ειδής].