τιγροειδής
English (LSJ)
ές, like a tiger, tiger-striped, ἵπποι D.C.75.14.
German (Pape)
[Seite 1109] ές, tigerartig, bes. fleckig wie ein Tiger, D. Cass. 75, 14.
Greek (Liddell-Scott)
τιγροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τίγριν, ἔχων στίγματα ὡς τίγρις, ἵπποι Δίων Κ. 75. 14.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τίγρη και, ιδίως, αυτός που έχει ραβδωτό δέρμα σαν της τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + -ειδής].