ἀποπενθέω

Revision as of 10:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

mourn for, τινά Plu.Cor.39.

German (Pape)

[Seite 318] (vollständig) betrauern, τινά Plut. Cor. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπενθέω: πενθῶ, θρηνῶ τινα, μ. αἰτ. Πλουτ. Κορ. 39. ΙΙ. παύομαι πανθῶν, ἐπειδὴ δὲ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Γρηγ. Ναζ. τ. Ι. σ. 889Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pleurer sur.
Étymologie: ἀπό, πενθέω.

Spanish (DGE)

1 plañir, llorar a un muerto, Plu.Cor.39.
2 dejar de llorar τοῦ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Gr.Naz.Ep.166.2.

Greek Monotonic

ἀποπενθέω: μέλ. -ήσω, πενθώ, θρηνώ για κάποιον, τινά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπενθέω: оплакивать (τινα δέκα μῆνας Plut.).

Middle Liddell

to mourn for, τινά Plut.