ἀποξύρω

Revision as of 10:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= ἀποξυράω, aor. part. -ξύρας Polyaen.1.24:—Med., -ξυράμενος get shaved, ibid., cf. Plu.Oth.2:—Pass., opp. κείρεσθαι, D.C.57.10.

German (Pape)

[Seite 317] abscheeren, med., sich das Haar abscheeren lassen, Polyaen. 1, 14, 1; ἕως ἂν ἀποξύρηται τὸ γένειον Plut. Oth. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξύρω: [ῠ], = ἀποξυράω, Πολύαιν. 1. 24. - Παθ. ἀντίθ. τῷ κείρεσθαι, Δίων Κ. 57, 10: -Μέσ., ξυρίζω ἐμαυτὸν ἐντελῶς, Πλουτ. Ὄθ. 2.

French (Bailly abrégé)

raser;
Moy. se faire raser (la tête).
Étymologie: ἀπό, ξύρω.

Spanish (DGE)

afeitar la cabeza οἰκέτην πιστὸν ἀποξύρας τὰς τρίχας Polyaen.1.24
de ovejas esquilar en v. pas., D.C.57.10.5.

Greek Monolingual

ἀποξυρῶ (-άω, -έω) κ. -ξύρω (Α)
ξυρίζω εντελώς.

Greek Monotonic

ἀποξύρω: [ῠ], = ἀποξυράω — Μέσ., ξυρίζω τον εαυτό μου εντελώς, ως το δέρμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξύρω: стричь (ἀποξύρεσθαι τὸν γένειον Plut.).