ἠνίπαπε
English (LSJ)
v. ἐνίπτω.
German (Pape)
[Seite 1172] aor. II. zu ἐνίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠνίπᾰπε: ἴδε ἐν λ. ἐνίπτω.
Greek Monotonic
ἠνίπᾰπε: γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐνίπτω.
v. ἐνίπτω.
[Seite 1172] aor. II. zu ἐνίπτω.
ἠνίπᾰπε: ἴδε ἐν λ. ἐνίπτω.
ἠνίπᾰπε: γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐνίπτω.