ἰσχομένως

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv., (ῐσχω) with checks or hindrances, Pl.Cra.415c.

German (Pape)

[Seite 1273] adv. zum part. praes. von ἴσχω, zurückgehalten, aufgehalten, καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχομένως: Ἐπίρρ.· (ἴσχω) μετὰ κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C.

Greek Monolingual

ἰσχομένως (Α) επίρρ. με εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχόμενος, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. ἴσχω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχομένως: adv. будучи задерживаемым, встречая препятствия: τὸ ἰ. πορεύεσθαι Plat. помеха движению.