ὀπισθάγκωνα
English (LSJ)
Adv. with the arms behind the back, PMag.Par.1.301 (-αγγωνα Pap.), Tz.ad Lyc.704, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθάγκωνα: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀνθρώπους ὀπισθάγκωνα (ὀπισθάγκωνας ἐν τῷ κειμένῳ) δῆσαι Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 704, ἔνθα ἴδε Müller, καὶ πρβλ. ἐξάγκωνα· - ὀπισθάγγωνα ἐν Pap. Mag. bibl. nat Par. (W.) 301.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀπισθάγκωνα)
επίρρ. βλ. πιστάγκωνα.