ὀρόβαξ
English (LSJ)
ἡ, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140 :—also ὀροβάδιον, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρόβαξ: ἡ, = παιονία, Διοσκ. 3. 147 ἐκ τῶν νόθων (ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Kühn. ὀροβάξ).
ἡ, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140 :—also ὀροβάδιον, ibid.
ὀρόβαξ: ἡ, = παιονία, Διοσκ. 3. 147 ἐκ τῶν νόθων (ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Kühn. ὀροβάξ).