ὑποδέκομαι

Revision as of 11:06, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. ὑποδέχομαι.

German (Pape)

[Seite 1214] ion. statt ὑποδέχομαι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ὑποδέχομαι, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὑποδέχομαι.

English (Slater)

ὑποδέκομαι
   1 welcome ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον (P. 9.9) ὑποδέξωνται fr. 6b. c. γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν (N. 10.8)

Greek Monolingual

Α
βλ. υποδέχομαι.

Greek Monotonic

ὑποδέκομαι: Ιων. αντί ὑπο-δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδέκομαι: ион. = ὑποδέχομαι.