ὑποψιθυρίζω
English (LSJ)
whisper softly, of fingers on the lyre, Ach.Tat.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἠρέμα, ἡ παρθένος παρατιθεμένη μοι τὸ ποτήριον, χαίροις, ὑπεψιθύρισεν Εὐμάθ. 1. 8.
whisper softly, of fingers on the lyre, Ach.Tat.1.5.
ὑποψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἠρέμα, ἡ παρθένος παρατιθεμένη μοι τὸ ποτήριον, χαίροις, ὑπεψιθύρισεν Εὐμάθ. 1. 8.