ὑπόκρουσις

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, interruption, Hsch. s.v. κροῦσις:—Adv. ὑπο-κρουστικῶς, EM781.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκρουσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκρούειν, διακόπτειν τινὰ ἐν συζητήσει, Ἡσύχ. ἐν λ. κροῦσις. - Ἐπίρρ. ὑποκρουστικῶς, «ὑποβλήδην. ὑποβαλὼν λόγον ὑποκρουστικῶς ἔτι λέγοντός τινος» Ἐτυμολ. Μέγ. 781, 8, Σουΐδ. ἐν λ. ὑποβλήδην.